πρωτόγονος

πρωτόγονος
-η, -ο / πρωτόγονος, -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό αείζωο
νεοελλ.
1. αυτός που διατηρεί την αρχική του μορφή, που δεν εξελίχθηκε σε ανώτερο στάδιο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόγονοι
(ανθρωπολ.-εθνολ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει λαούς ή κοινωνίες, η τεχνολογική και πολιτιστική ανάπτυξη τών οποίων εμφανίζεται υποδεέστερη σε σύγκριση με τις βιομηχανικές δυτικές κοινωνίες
3. φρ. α) «πρωτόγονες θρησκείες» — οι θρησκείες τών άνευ γραφής λαών οι οποίοι ζουν σε μικρής κλίμακας κοινωνίες με απλή οικονομία
β) «πρωτόγονο δίκαιο» — το δίκαιο των πρωτόγονων η άνευ γραφής κοινωνιών
γ) «πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα»
(κοινων.) ο πρώτος κοινωνικός σχηματισμός που για δεκάδες χιλιάδες χρόνια κυριάρχησε πάνω σε όλους τους λαούς οι οποίοι βρίσκονταν στο αρχικό στάδιο εξέλιξής τους και το οποίο είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τη συλλογική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής
δ) «πρωτόγονη άνοια» — έκφραση που χρησιμοποιήθηκε για την ηβηφρενική μορφή σχιζοφρενείας, μιας ψύχωσης συχνής στους εφήβους και στους νεαρούς ενήλικες, αλλ. πρώιμη άνοια
ε) «πρωτόγονοι πολιτισμοί»
(κοινων. -ανθρωπολ.)
οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από απουσία γραπτής γλώσσας, από σχετική απομόνωση, από μικρό πληθυσμό, από σχετικά απλούς κοινωνικούς θεσμούς, από μη ανεπτυγμένη τεχνολογία και από χαμηλό, γενικά, ρυθμό κοινωνικοπολιτιστικής εξέλιξης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε πρώτος ή αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα
2. προσωνυμία θεών
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που φύτρωσε για πρώτη φορά
2. (για υφάσματα) το ομοιομερές
3. (σχετικά με κοινωνική τάξη) ο πρώτος ως προς το γένος, την καταγωγή, ο ευγενής
4. αυτός που πρώτος ορίστηκε
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρωτόγονα
τα σταφύλια που φυτρώνουν πρώτα, τα άγουρα σταφύλια.
επίρρ...
πρωτόγονα Ν
1. με πρωτόγονο τρόπο («καλλιεργούν τη γη πρωτόγονα»)
2. σε πρωτόγονο στάδιο («ζουν πρωτόγονα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακό-γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτόγονος — first born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτογόνος — η, ον, θηλ, και ος, Α 1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη ονομασία τής Περσεφόνης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο γόνος. Η… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγονος — η, ο 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, που υπήρξε από τους πρώτους, ο αρχέγονος: Πρωτόγονοι άνθρωποι. 2. αυτός που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση, ο απολίτιστος: Πρωτόγονα ήθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέδα — Πρωτόγονος λαός, περιορισμένος τώρα στο ανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα μεταξύ της ανατολικής πλευράς του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού και της θάλασσας. Ο αριθμός των Β. δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος, δεδομένου ότι αποφεύγουν κάθε επαφή με… …   Dictionary of Greek

  • Ιγκορότ — Πρωτόγονος λαός των Φιλιππίνων, ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νήσο Λουσόν. Το όνομά τους στη γλώσσα Ταγκαλόγκ σημαίνει ορεσίβιος. Από σωματική άποψη, παρουσιάζουν τον κλασικό ινδονησιακό σωματότυπο, αν και έχουν μέσο ή και χαμηλό ανάστημα.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογόνους — πρωτόγονος first born masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόγονε — πρωτόγονος first born masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόγονοι — πρωτόγονος first born masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”